- φκιάρι
- το, Νβλ. φτυάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φκιάρι — το βλ. φτυάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτυάρι — φτυάρι, το και φκιάρι, το αγροτικό ή εργατικό εργαλείο, που αποτελείται από πλατύ έλασμα (μεταλλικό συνήθως) προσαρμοσμένο στερεά στην άκρη στειλιαριού και που χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή το ανακάτωμα σωρών από στερεά πράγματα (χώμα, άμμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)